Άρθρα

covid 19 tests

Όλα όσα γνωρίζουμε για τα τεστ του COVID-19

Υπάρχουν δύο είδη test για τον COVID-19: Τα test ιών και τα τεστ αντισωμάτων. Ένα test που αφορά τον έλεγχο του ιού, μας ενημερώνει εάν έχουμε την αντίστοιχη λοίμωξη. Ένα test αντισωμάτων μας ενημερώνει εάν είχαμε στο παρελθόν την αντίστοιχη λοίμωξη.

Το εν λόγω test αντισωμάτων μπορεί να μην είναι σε θέση να δείξει εάν τη συγκεκριμένη στιγμή, κατά την οποία πραγματοποιείται, υπάρχει η λοίμωξη, επειδή πιθανώς να χρειαστούν από μία έως τρεις εβδομάδες μετά τη μόλυνση από τον ιό για να δημιουργηθούν αντισώματα. Επιπρόσθετα, εάν κάποιος αποκτήσει αντισώματα στον ιό δεν είναι σίγουρο κατά πόσο μπορεί το γεγονός αυτό από μόνο του να τον προστατεύσει από το να μολυνθεί ξανά από τον ιό ή για πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει αυτή η προστασία.

Τα test ιών ελέγχουν δείγματα από το αναπνευστικό μας σύστημα (όπως επιχρίσματα από το εσωτερικό της μύτης) ώστε να αποδείξουν εάν τη συγκεκριμένη στιγμή του ελέγχου αυτού υπάρχει λοίμωξη με τον ιό SARS-CoV-2, τον ιό δηλαδή που προκαλεί τον COVID-19.

Υπάρχουν δύο ευρείες κατηγορίες test. Ορισμένα αναζητούν την παρουσία του ιού, π.χ. τη δοκιμή RT-PCR. Άλλα τεστ αναζητούν τα αντισώματα που προκύπτουν όταν ένα σώμα δέχεται επίθεση από τον ιό. Οι σκοποί για τους οποίους τα αποτελέσματα των δοκιμών είναι χρήσιμα είναι διαφορετικοί για τα δύο είδη τεστ. Μια άλλη επιλογή είναι να ερευνηθεί εάν υπάρχει βλάβη στους πνεύμονες είτε μέσω αξονικής τομογραφίας είτε χαμηλής κατανάλωσης οξυγόνου, καθώς το τεστ μέσω RT-PCR απαιτεί τον εντοπισμό του ιού ειδικά στα αρχικά του στάδια.

Τρέχουσα μόλυνση

Αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης

Η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) είναι μια διαδικασία που αναγκάζει ένα πολύ μικρό και συγκεκριμένο τμήμα DNA να πολλαπλασιαστεί ή να πολλαπλασιαστεί πολλές εκατοντάδες χιλιάδες φορές, έτσι ώστε να υπάρξει αρκετό ώστε να ανιχνευθεί και να αναλυθεί. Ιοί όπως ο SARS-CoV-2 δεν περιέχουν DNA αλλά μόνο RNA. Όταν συλλέγεται ένα αναπνευστικό δείγμα από το άτομο που υποβάλλεται στο σχετικό τεστ, γίνεται η επεξεργασία του δείγματος αυτού με ορισμένες χημικές ουσίες οι οποίες αφαιρούν τις ξένες ουσίες και εξάγουν μόνο το RNA από το δείγμα.

covid test laboratory

Η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης αντίστροφης μεταγραφής (RT-PCR) είναι μια τεχνική που χρησιμοποιεί πρώτα αντίστροφη μεταγραφή για να μετατρέψει το εκχυλισμένο RNA σε DNA και στη συνέχεια χρησιμοποιεί PCR για να ενισχύσει ένα κομμάτι του DNA που προκύπτει σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξεταστεί, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ταιριάζει ο γενετικός κώδικας του SARS-CoV-2. Το PCR σε πραγματικό χρόνο (qPCR) παρέχει πολλά πλεονεκτήματα που αφορούν την προαναφερόμενη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της αυτοματοποίησης και ενεργοποίησης υψηλής απόδοσης του τεστ, το οποίο παρέχει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα.

Γι’ αυτό το λόγο η μέθοδος αυτή έχει προτιμηθεί μεταξύ άλλων. Γενικώς η συνδυαστική αυτή μέθοδος έχει την σύντομη ονομασία της ως qRT-PCR ή rRT-PCR ή RT-qPCR, αν και μερικές φορές προτιμάται μόνο η ονομασία της ως RT-PCR ή PCR για συντομογραφία. Το τεστ μπορεί να γίνει σε αναπνευστικά δείγματα που λαμβάνονται με διάφορες μεθόδους, συμπεριλαμβανομένου ενός ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος ή δείγματος πτυέλων, καθώς και του σάλιου. Τα αποτελέσματα είναι κατά κανόνα διαθέσιμα μέσα σε λίγες ώρες έως 2 ημέρες.

Η RT-PCR που πραγματοποιείται με φαρυγγικά επιχρίσματα παρέχει αξιόπιστα αποτελέσματα μόνο εάν γίνει κατά την πρώτη εβδομάδα της νόσου. Αργότερα ο ιός μπορεί να εξαφανιστεί στο λαιμό ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίζει να πολλαπλασιάζεται στους πνεύμονες.

Για τα άτομα που υποβάλλονται στη διαδικασία του τεστ κατά τη δεύτερη εβδομάδα της λοίμωξης αντί του δείγματος του υλικού που λαμβάνεται αρχικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί δειγματοληπτικό υλικό από τους αεραγωγούς με καθετήρα αναρρόφησης ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί υλικό από πτύελα.

Το σάλιο έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα κοινό και συχνό μέσο της μετάδοσης των ιών και τα αποτελέσματα που παρέχονται στον FDA (Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων στις ΗΠΑ) υποδηλώνουν ότι ο έλεγχος του σάλιου μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματικός με τα ρινικά ή τα φαρυγγικά επιχρίσματα.

Ο FDA έχει χορηγήσει εξουσιοδότηση έκτακτης ανάγκης για ένα τεστ με το οποίο συλλέγεται και χρησιμοποιείται σάλιο αντί του παραδοσιακού ρινικού στυλεού. Υποστηρίζεται ότι αυτό θα μειώσει τον κίνδυνο για τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, θα είναι πολύ πιο συμβατό για τον ασθενή και θα επιτρέψει σε άτομα που βρίσκονται σε καραντίνα να συλλέγουν τα δικά τους δείγματα πιο αποτελεσματικά.

Σύμφωνα με ορισμένους εμπειρογνώμονες, είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του τεστ σάλιου και αν θα αποδειχθεί τόσο ευαίσθητο όσο το ρινοφαρυγγικό τεστ επιχρίσματος. Συγκεκριμένες μελέτες δείχνουν ότι η διαγνωστική αξία του σάλιου εξαρτάται από τον τρόπο συλλογής των δειγμάτων αυτών (από τον λαιμό, από την στοματική κοιλότητα ή από σιελογόνους αδένες).

Μια πρόσφατη δοκιμή που πραγματοποιήθηκε από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Yale διαπίστωσε ότι το σάλιο απέδωσε μεγαλύτερη ευαισθησία ανίχνευσης αλλα και αποτελεσματικότητα σε όλη τη διάρκεια της λοίμωξης σε σύγκριση με δείγματα που ελήφθησαν από ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα.

Τεστ για προηγούμενη λοίμωξη

Οι εξετάσεις αίματος αντισωμάτων, που ονομάζονται επίσης τεστ αντισωμάτων, ελέγχουν το αίμα του ασθενούς αναζητώντας αντισώματα, τα οποία δείχνουν εάν το άτομο είχε υποστεί προηγουμένως μόλυνση με τον ιό. Ανάλογα με το πότε κάποιος μολύνθηκε και το χρονοδιάγραμμα του τεστ, το τεστ ενδέχεται να μην βρει αντισώματα σε κάποιον με τρέχουσα λοίμωξη COVID-19. Τα αντισώματα είναι πρωτεΐνες που βοηθούν στην καταπολέμηση των λοιμώξεων.

Τα τεστ αντισωμάτων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση τρέχουσας λοίμωξης από τον COVID-19. Για να αποδειχθεί εάν υπάρχει τρέχουσα λοίμωξη, χρειάζεστε ένα ιικό τεστ, το οποίο ελέγχει αναπνευστικά δείγματα, όπως ο στυλεός από την περιοχή της μύτης.

Τα test αντισωμάτων είναι διαθέσιμα μέσω παρόχων υγειονομικής περίθαλψης και εργαστηρίων.

Δοκιμασίες ισοθερμικής ενίσχυσης

Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι ενίσχυσης ισοθερμικού νουκλεϊκού οξέος που λειτουργούν κατ ‘αρχήν όπως η μέθοδος PCR, ενισχύοντας ένα κομμάτι του γονιδιώματος του ιού, αλλά είναι ταχύτερες από την PCR επειδή δεν περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενους κύκλους θέρμανσης και ψύξης του δείγματος.

Αντιγόνο

Το αντίγονο είναι το μέρος ενός παθογόνου που προκαλεί ανοσοαπόκριση. Ενώ τα tests RT-PCR αναζητούν RNA από τον ιό και τα αντίστοιχα tests αντισωμάτων ανιχνεύουν ανθρώπινα αντισώματα που έχουν δημιουργηθεί εναντίον του ιού (ανιχνεύσιμες ημέρες ή εβδομάδες μετά την έναρξη της μόλυνσης), τα tests αντιγόνων αναζητούν πρωτεΐνες από την επιφάνεια του ιού. Στην περίπτωση ενός κορονοϊού, οι πρωτεΐνες αυτές συλλέγονται επιφανειακά και χρησιμοποιείται ρινικό επίχρισμα για τη συλλογή δειγμάτων από τη ρινική κοιλότητα. Μία από τις δυσκολίες των tests αντιγόνου ήταν η εύρεση ενός πρωτεϊνικού στόχου μοναδικού για το SARS-CoV-2.

Τα εν λόγω tests αντιγόνου θεωρούνται από πολλούς ως ο μόνος τρόπος ανίχνευσης οξείας μόλυνσης στην απαιτούμενη με τον κατάλληλο βέβαια αριθμό δειγματοληπτικών υλικών.

Τα τεστ ενίσχυσης ισοθερμικού νουκλεϊκού οξέος, όπως το τεστ από την Abbot Labs, μπορούν να επεξεργαστούν μόνο ένα δείγμα κάθε φορά βάσει μίας εργαστηριακής εγκατάστασης.

Τα RT-PCR είναι ακριβή, αλλά απαιτείται πολύς χρόνος, ενέργεια και εκπαιδευμένο προσωπικό για την εκτέλεση των διαδικασιών.

«Ποτέ δεν θα υπάρχει η δυνατότητα βάσει της μεθόδου PCR να κάνουμε 300 εκατομμύρια τεστ την ημέρα ή να υποβάλλονται όλοι στο τεστ πριν πάνε στη δουλειά ή στο σχολείο», δήλωσε η Deborah Birx, επικεφαλής της Task Force του Λευκού Οίκου Coronavirus, στις 17 Απριλίου. «Αλλά μπορεί να υπάρχει με το τεστ αντιγόνου».

Ένα τεστ αντιγόνου λειτουργεί λαμβάνοντας ένα ρινικό επίχρισμα από έναν ασθενή και εκθέτοντάς το σε λωρίδες χαρτιού που περιέχουν τεχνητά αντισώματα σχεδιασμένα να συνδέονται με αντιγόνα κορονοϊού. Τυχόν αντιγόνα που υπάρχουν θα συνδεθούν με τις λωρίδες και θα δώσουν οπτική ανάγνωση. Η διαδικασία διαρκεί λιγότερο από 30 λεπτά, μπορεί να προσφέρει αποτελέσματα επί τόπου και δεν απαιτεί ακριβό εξοπλισμό ή εκτεταμένη εκπαίδευση.

Το πρόβλημα είναι ότι στην περίπτωση των αναπνευστικών ιών συχνά δεν υπάρχει αρκετό από το αντιγόνο υλικό που υπάρχει στο ρινικό επίχρισμα ώστε να είναι ανιχνεύσιμο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για άτομα που είναι ασυμπτωματικά και έχουν πολύ λίγη έως καθόλου ρινική απόρριψη.

Σε αντίθεση με το τεστ RT-PCR, το οποίο ενισχύει πολύ μικρές ποσότητες γενετικού υλικού έτσι ώστε να υπάρχει υψηλή ανίχνευση, δεν υπάρχει ενίσχυση ιικών πρωτεϊνών σε ένα τεστ αντιγόνου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η ευαισθησία παρόμοιων τεστ αντιγόνου για αναπνευστικές παθήσεις όπως η γρίπη, φτάνει το 34% έως και το 80%.

«Με βάση αυτές τις πληροφορίες, οι μισοί ή περισσότεροι από τους μολυσμένους ασθενείς με COVID-19 ενδέχεται να χάσουν τέτοιες εξετάσεις, ανάλογα με την ομάδα των ασθενών που ελέγχθηκαν», δήλωσε ο ΠΟΥ. Πολλοί επιστήμονες αμφιβάλλουν εάν ένα τεστ αντιγόνου μπορεί να είναι τόσο αξιόπιστο στο χρόνο ώστε να είναι χρήσιμο έναντι του Covid-19.

Παλαιότερη μόλυνση

Οι ορολογικές εξετάσεις βασίζονται σε αίμα και όχι σε ρινικό επίχρισμα ή επίχρισμα λαιμού και μπορούν να εντοπιστούν σε άτομα που έχουν μολυνθεί και έχουν ήδη αναρρώσει από τον Covid-19, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν γνώριζαν ότι είχαν μολυνθεί. Τα περισσότερα ορολογικά τεστ βρίσκονται στο ερευνητικό στάδιο ανάπτυξης.

Μέρος της ανοσοαπόκρισης στη μόλυνση είναι η παραγωγή αντισωμάτων συμπεριλαμβανομένων των IgM και IgG. Σύμφωνα με τον FDA, τα αντισώματα IgM έναντι του SARS-CoV-2 είναι γενικά ανιχνεύσιμα στο αίμα αρκετές ημέρες μετά την αρχική λοίμωξη, αν και τα επίπεδα κατά τη διάρκεια της λοίμωξης δεν είναι καλά χαρακτηρισμένα. Τα αντισώματα IgG στον SARS-CoV-2 γίνονται γενικά ανιχνεύσιμα 10 – 14 ημέρες μετά τη μόλυνση, αν και μπορεί να ανιχνευθούν νωρίτερα και συνήθως κορυφώνονται περίπου 28 ημέρες μετά την έναρξη της λοίμωξης. Δεδομένου ότι τα αντισώματα παρουσιάζονται με αργό ρυθμό, δεν αποτελούν τους καλύτερους δείκτες οξείας λοίμωξης, αλλά καθώς μπορούν να παραμείνουν στην κυκλοφορία του αίματος για πολλά χρόνια, είναι ιδανικά για την ανίχνευση ιστορικών λοιμώξεων.

Τα τεστ αντισωμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του ποσοστού του πληθυσμού που έχει προσβληθεί από την ασθένεια και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι έχουν κάποια ανοσία. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσο αποτελεσματική είναι αυτή η ανοσοαπόκριση.

Από τον Απρίλιο του 2020 οι χώρες εξετάζουν το ενδεχόμενο να εκδώσουν τα λεγόμενα διαβατήρια ασυλίας ή πιστοποιητικά χωρίς κίνδυνο σε άτομα που έχουν αντισώματα κατά του Covid-19, επιτρέποντάς τους να ταξιδέψουν ή να επιστρέψουν στην εργασία τους με την προϋπόθεση ότι προστατεύονται από την επανεμφάνιση του ιού. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας από τις 24 Απριλίου 2020, «Δεν υπάρχουν προς το παρόν ενδείξεις ότι τα άτομα που έχουν αναρρώσει από τον COVID-19 και έχουν αντισώματα προστατεύονται από μια δεύτερη μόλυνση».

Ένας από τους λόγους της αβεβαιότητας αυτής είναι ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι τρέχουσες δοκιμές αντισωμάτων Covid-19 που γίνονται σε μεγάλη κλίμακα είναι μόνο για ανίχνευση αντισωμάτων σύνδεσης και δεν αφορούν εξουδετερωτικά αντισώματα. Ένα εξουδετερωτικό αντίσωμα (NAb) είναι ένα αντίσωμα που υπερασπίζεται ένα κύτταρο από ένα παθογόνο ή μολυσματικό σωματίδιο εξουδετερώνοντας οποιαδήποτε επίδραση έχει βιολογικά. Η εξουδετέρωση καθιστά το σωματίδιο πλέον μολυσματικό ή παθογόνο.

Ένα δεσμευτικό αντίσωμα θα συνδέεται με το παθογόνο αλλά το παθογόνο παραμένει μολυσματικό. Ο σκοπός μπορεί να είναι το παθογόνο να δώσει το σήμα για καταστροφή από το ανοσοποιητικό σύστημα. Μπορεί ακόμη και να ενισχύσει τη μολυσματικότητα αλληλεπιδρώντας με υποδοχείς σε μακροφάγους. Δεδομένου ότι τα περισσότερα τεστ αντισωμάτων Covid-19 θα περιέχουν θετικό αποτέλεσμα μόνο εφόσον ανιχνεύσουν δεσμευτικά αντισώματα, τα εν λόγω τεστ δεν μπορούν να δείξουν ότι το άτομο που έχει υποβληθεί σε αυτό έχει δημιουργήσει NAbs που θα του έδιναν προστασία έναντι της επανεμφάνισης του ιού.

Είναι σαφές ότι εάν ανιχνευθούν αντισώματα σύνδεσης το άτομο δημιουργεί NAbs για πολλές ιογενείς ασθένειες, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί ότι ισχύει για τον Covid-19.

Μελέτη 175 ατόμων στην Κίνα που είχαν αναρρώσει από τον COVID – 19 και είχαν ήπια συμπτώματα αναφέρει ότι 10 άτομα δεν παρήγαγαν ανιχνεύσιμα NAbs κατά τη στιγμή της ρινικής απόρριψης, ούτε στη συνέχεια ανέπτυξαν NAbs. Ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι ασθενείς ανέκαμψαν χωρίς τη βοήθεια των NAbs και εάν είχαν κίνδυνο επανεμφάνισης του SARS-CoV-2 αφέθηκε για περαιτέρω εξέταση.

Μια επιπλέον πηγή αβεβαιότητας είναι το γεγονός ότι ακόμα και αν υπάρχουν NAbs, αρκετοί ιοί, όπως ο HIV, έχουν αναπτύξει μηχανισμούς για την αποφυγή των αντιδράσεων NAb. Ενώ αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της λοίμωξης COVID-19, οι προηγούμενες επιστημονικές εμπειρίες που αφορούν ιογενή λοίμωξη, γενικά, υποστηρίζουν ότι στους περισσότερους ασθενείς που είχαν αναρρώσει, το επίπεδο NAb αποτελούσε ένα καλό δείκτη προστατευτικής ανοσίας.

Γίνεται γενικώς δεκτό ότι μόλις ένα άτομο μολυνθεί, η πιθανότητα να νοσήσει από μια δεύτερη λοίμωξη δύο έως τρεις μήνες αργότερα είναι χαμηλή, αλλά δεν είναι γνωστό πόσο καιρό θα διαρκέσει η προστατευτική ανοσία. Μία μελέτη διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να εμφανιστεί εκ νέου μόλυνση μέσα σε διάστημα 29 ημερών από τη μόλυνση σε ασθενείς που είχαν μολυνθεί με SARS-CoV-2.

Επιπρόσθετα μελέτες έχουν δείξει ότι τα NAbs στον αρχικό ιό SARS (ο προκάτοχος του τρέχοντος SARS-CoV-2) μπορούν να παραμείνουν ενεργά στα περισσότερα άτομα για δύο χρόνια ενώ μπορούν να εξαφανιστούν μετά από έξι χρόνια. Ωστόσο, τα κύτταρα μνήμης συμπεριλαμβανομένων των κυττάρων μνήμης Β και των κυττάρων μνήμης Τ μπορούν να διαρκέσουν πολύ περισσότερο και μπορεί να έχουν την ικανότητα να μειώσουν σημαντικά τη σοβαρότητα μιας επαναμόλυνσης.

Επιπροσθέτως

Μια πρόσφατη μελέτη Δανών επιστημόνων διαπίστωσε ότι τρία στα τέσσερα κινεζικά κιτ δοκιμής είχαν ποσοστό ακρίβειας 90 τοις εκατό στην ανίχνευση του Covid-19.

Οι ερευνητές εξέτασαν τα κιτ δοκιμής που χρησιμοποιήθηκαν για τον εντοπισμό ασθενών από τον ιό Covid-19 που εισήχθησαν στη μονάδα εντατικής θεραπείας στο Νοσοκομείο της Βόρειας Ζηλανδίας στην πόλη Hillerod της Δανίας.

Στα ευρήματά τους, τα οποία δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο προεκτύπωσης Medrxiv.org στις 10 Απριλίου, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί, οι ερευνητές δήλωσαν ότι η μελέτη βασίστηκε σε δείγματα που ελήφθησαν από άτομα που είχαν μολυνθεί με τον κορονοϊό και είχαν εισαχθεί στη μονάδα εντατικής θεραπείας στο Νοσοκομείο Βόρειας Ζηλανδίας στο Χίλεροντ.

Μια δοκιμή αντισωμάτων γνωστή ως μια δοκιμασία ανοσοπροσροφητικού που σχετίζεται με ένζυμο και δύο τεστ σημείου φροντίδας είχαν επίσης ποσοστό ακρίβειας 100% για την ανίχνευση ασθενών που δεν είχαν τον ιό Covid-19, ανέφερε η έκθεση.

«Η ακριβής διάγνωση του Covid-19 είναι απαραίτητη όχι μόνο για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη φροντίδα των ασθενών, αλλά και για να διευκολυνθεί η ταυτοποίηση των ατόμων που έχουν προσβληθεί από SARS-CoV-2, συμπεριλαμβανομένων των ασυμπτωματικών φορέων, που πρέπει να απομονωθούν για να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού», ανέφερε η έκθεση.

Το τέταρτο κιτ κινεζικής δοκιμής στη μελέτη απομακρύνθηκε από την πλήρη διαδικασία του τεστ αφού είχε άσχημα αποτελέσματα σε έναν αρχικό γύρο δοκιμών, όπως η ίδια έκθεση αναφέρει.

Η μελέτη, η οποία εξέτασε επίσης κιτ που κατασκευάστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία και τον Καναδά, δεν έχει ακόμη επαληθευτεί από την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της μελέτης της Δανίας αναμφίβολα θα ανακουφίσουν τους κινέζους κατασκευαστές κιτ δοκιμών μετά από μια σειρά ισχυρισμών για κακή ποιότητα προϊόντος.

Τον περασμένο μήνα, ένα ισπανικό ερευνητικό ινστιτούτο διαπίστωσε ότι τα κιτ ταχείας δοκιμής Covid-19 που κατασκευάστηκαν από μια κινεζική εταιρεία βιοτεχνολογίας είχαν ποσοστό ακρίβειας μόλις 30%.

Η Τουρκία και η Τσεχική Δημοκρατία διαμαρτυρήθηκαν επίσης για την πώληση προϊόντων κακής ποιότητας, όπως και οι Φιλιππίνες, αν και αργότερα η υπηρεσία υγείας στη Μανίλα ζήτησε συγγνώμη για το γεγονός αυτό.

Εν τω μεταξύ, μια βρετανική μελέτη με επικεφαλής τον Derrick Crook, καθηγητή μικροβιολογίας στο νοσοκομείο John Radcliffe στην Οξφόρδη, ανέφερε ότι ενώ τα ανοσοπροσροφητικά τεστ που σχετίζονται με ένζυμα ήταν πολύ αποτελεσματικά στην ανίχνευση του αντισώματος που είναι γνωστό ως ανοσοσφαιρίνη G – το οποίο βοηθά στη διάγνωση του Covid-19 και είναι διαθέσιμο στο εμπόριο- τα κιτ δοκιμής δεν ήταν πάντα ακριβή.

Οι ερευνητές εξέτασαν εννέα διαφορετικά κιτ δοκιμών και βρήκαν ότι έχουν ποσοστό ακρίβειας μόλις 55 έως 70%.

Σε κάθε περίπτωση καθημερινά ανακύπτουν νέα στοιχεία και αναμένουμε την αξιολόγησή τους ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα.

Κορονοϊός covid-19

Έρευνα – ΙΟΓΕΝΕΙΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ – ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ

Ουσίες που έχουν αποτελέσματα σε ιογενείς και βακτηριδιακές λοιμώξεις και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πρόληψη – ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος όσο και στην αποφυγή επιπλοκών κατά τη διάρκεια στην οποία νοσεί ο ασθενής.

Προσοχή οι παρακάτω ουσίες πρέπει να είναι όπως ακριβώς περιγράφονται. Περισσότερες πληροφορίες στο 2106839147.

Η πρώτη ουσία που θα αναφερθούμε είναι τα ουδέτερα νανοσωματίδια του αργύρου.

Ουδέτερα Νανοσωματίδια αργύρου ως δυνητικοί αντιικοί παράγοντες

Οι ιογενείς λοιμώξεις αποτελούν μια σημαντική παγκόσμια πρόκληση για την υγεία, ειδικά με την ολοένα και περισσότερο αύξηση της εμφάνισης ανθεκτικών ιικών στελεχών και των σχετικών ανεπιθύμητων παρενεργειών τους. Αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη για την ανάπτυξη ασφαλών και ισχυρών εναλλακτικών λύσεων για συμβατικά αντιικά φάρμακα.

Στην συγκεκριμένη έρευνα προέκυψαν νέοι αντιικοί παράγοντες, οι οποίοι χρήζουν προσοχής για τις δυνατότητες που προσφέρουν οι μοναδικές χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Τα νανοσωματίδια του αργύρου έχουν μελετηθεί κυρίως για το αντιμικροβιακό τους δυναμικό ενάντια στα βακτηρίδια και, όπως έχει επίσης αποδειχθεί, είναι ενεργά ενάντια σε διάφορους τύπους ιών, όπως τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας, τον ιό της ηπατίτιδας Β, τον ιό του απλού έρπητα, τον συγκυτιακό αναπνευστικό ιό και τον ιό των πιθήκων.

Η χρήση νανοσωματιδίων αργύρου παρέχει μία σημαντική ευκαιρία για νέες αντιικές θεραπείες. Δεδομένου ότι τα νανοσωματίδια αυτά ενδέχεται να επιτεθούν σε ένα ευρύ φάσμα των στελεχών του ιού υπάρχει μικρότερη πιθανότητα ανάπτυξης της αντοχής του εν λόγω ιού σε σύγκριση με την άμυνα του οργανισμού την οποία δίνουν τα συμβατικά αντιικά.

Η παρούσα λοιπόν έρευνα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη μεθόδων παραγωγής των νανοσωματιδίων αργύρου και τη χρήση τους ως αντιικά θεραπευτικά φάρμακα κατά των παθογόνων ιών.

Βιοενεργείς δραστηριότητες ευρέος φάσματος των νανοσωματιδίων αργύρου: αξιοποίηση τους και μελλοντικές προοπτικές

Τα πιο γνωστά παραδείγματα ιών στα οποία μπορεί να αναφερθεί η έρευνα είναι:

  • ο ιός SARS Corona

  • ο ιός του δυτικού Νείλου

  • ο ιός των πιθήκων

  • ο Hantavirus ( Χανταϊός)

  • ο ιός Nipah

  • ο Hendravirus

  • ο ιός Chikungunya, και τέλος,

  • οι πανδημικοί ιοί της γρίπης, όπως η πρόσφατη γρίπη των πτηνών ή των πτηνών της προέλευσης των χοίρων

Τα νανοσωματίδια του αργύρου/ AgNPs έχουν καταδείξει αντιική δράση έναντι ενός αριθμού ιών που μολύνουν τόσο προκαρυωτικούς όσο και ευκαρυωτικούς οργανισμούς, καθιστώντας τους ένα πραγματικό αντι-ιϊκό παράγοντα ευρέος φάσματος. Η ιική αναστολή εξαρτάται από το μέγεθος των νανοσωματιδίων αργύρου /AgNPs (γενικότερα τα μικρού μεγέθους AgNPs , είχαν μεγαλύτερη δραστικότητα στην ιογενή μολυσματικότητα).

Το αρχικό στάδιο της μόλυνσης του ιού είναι το γενικό χρονικό πλαίσιο όπου τα νανοσωματίδια αργύρου ασκούν την αντι-ιική τους δράση επηρεάζοντας τον κύκλο του ιικού αναδιπλασιασμού. Επίσης τα AgNPs έχουν συγκεντρώσει μεγάλη προσοχή λόγω των ιδιαίτερων εγγενών τους ιδιοτήτων, αφού έχει αποδειχθεί ότι η αντιιική αποτελεσματικότητά τους δρα κατά διαφόρων ιών ανεξάρτητα από την καταγωγή του κάθε συγκεκριμένου εν λόγω ιού.

Διεξήχθη μια μελέτη in vitro για να διερευνηθούν οι αντι-ιικές ιδιότητες των νανοσωματιδίων αργύρου που συντέθηκαν από μυκητιακά σωματίδια ασπεργγίλου. Τα απομονωμένα νανοσωματίδια αργύρου παρουσίασαν εξαιρετική αντιική ιδιότητα στο ιικό στέλεχος του βακτηριοφάγου. Η διαδικασία της ιικής αδρανοποίησης αυξήθηκε με την παράλληλη αύξηση της συγκέντρωσης νανοσωματιδίων αργύρου.

Στη σύγχρονη εποχή, οι ιογενείς λοιμώξεις αποτελούν ένα από τα κύρια προβλήματα της ανθρώπινης υγείας. Τα συμβατικά χημικά αντιιικά φάρμακα έχουν δυσμενείς παρενέργειες που σχετίζονται με πολλές επιπλοκές της υγείας. Η εμφάνιση νέων μολυσματικών ασθενειών και η αύξηση της συχνότητας των ανθεκτικών σε φάρμακα ιών απαιτούν τους πιο αποτελεσματικούς και νέους θεραπευτικούς παράγοντες, ένας από τους οποίους είναι τα προαναφερόμενα νανοσωματίδια του αργύρου.

Τα νανοσωματίδια αργύρου υπερέχουν ως θεραπευτικοί παράγοντες λόγω των μοναδικών τους φυσικοχημικών ιδιοτήτων αλλά και λόγω του φυσικού τρόπου δράσης τους.

Withania Somnifera >10%

Αναφέρουμε ότι η ένωση Withania somnifera/ βιθάνια, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διεπαφή δέσμευσης του συμπλέγματος AEC2-RBD και βρέθηκε να κινείται ελαφρώς προς το κέντρο διεπαφής σε προσομοίωση.

Έχει μειωθεί σημαντικά το ηλεκτροστατικό συστατικό των δεσμευτικών ελεύθερων ενεργειών του συμπλέγματος ACE2-RBD. Δύο γέφυρες αλάτων αναγνωρίστηκαν επίσης στη διεπαφή. Η ενσωμάτωση της βιθάνιας αποσταθεροποίησε αυτές τις γέφυρες αλάτων και μείωσε τη δέσμευση τους. Υποθέτουμε ότι μια τέτοια διακοπή των ηλεκτροστατικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ του RBD και του ACE2 θα εμποδίσει ή θα εξασθενήσει την είσοδο του COVID-19 και την επακόλουθη μολυσματικότητα του.

Συμπέρασμα

Τα δεδομένα μας, για πρώτη φορά, δείχνουν ότι τα φυσικά φυτοχημικά θα μπορούσαν να είναι οι βιώσιμες επιλογές για τον έλεγχο της εισόδου του COVID-19 στα κύτταρα του ξενιστή και ότι η W. somnifera μπορεί να είναι η πρώτη επιλογή σε βότανα σε αυτές τις κατευθύνσεις για τον περιορισμό της μολυσματικότητας του COVID-19.

Ιμμογλουβίνες IgG >35%

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον ιό SARS, το πρωτόγαλα βοοειδών έχει αποδειχθεί ότι αποτρέπει τόσο τη μόλυνση των βοοειδών όσο και των κορονοϊών των βοοειδών. Ο κορωνοϊός των βοοειδών μοιάζει περισσότερο με τον κοροναϊό που παρουσιάζει ο ιός SARS. Ο κορωναϊός που προκαλεί τον SARS προέρχεται από τον χοίρο. Το πρωτόγαλα Alpha Lipid και το πρωτόγαλα DiaBan έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τη θνησιμότητα και τη νοσηρότητα στους νεαρούς χοίρους. Ένας σημαντικός αιτιολογικός μολυσματικός παράγοντας ιδιαίτερα των νεαρών χοίρων και των αγελάδων, είναι ο κορονοϊός της μεταδοτικής γαστρεντερίτιδας. Το πρωτόγαλα αποδείχθηκε ότι αποτρέπει αυτή τη μόλυνση. Ο κορωναϊός που προκαλεί τον SARS προέρχεται από τον χοίρο. Η ισχύς του αντισώματος του Alpha Lipid Colostrum χρήζει σημασίας σχετικά με το ειδικό IgG αντίσωμα έναντι του κορωναϊού των βοοειδών. Έτσι τονίζεται η σημασία του πρωτογάλακτος για την θεραπεία και την πρόληψη.

Το πρωτόγαλα βοοειδών περιέχει χρήσιμα συστατικά τα οποία, όπως έχει αποδειχθεί, είναι ευεργετικά σε διάφορες ανθρώπινες ασθένειες. Στον γαστρεντερικό σωλήνα (GIT) το πρωτόγαλα βοοειδών δρα σημαντικά για την διατήρηση της ακεραιότητας του βλεννογόνου, την διαπερατότητα του εντέρου, την τοπική ανοσία (εκκριτική IgA), την συστηματική ανοσία και τη δημιουργία αντιγόνου. Υπάρχουν επίσης κλινικές παρατηρήσεις οι οποίες υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του πρωτογάλακτος στη θεραπεία της βακτηριακής και της ιογενούς διάρροιας τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες. Συγκεκριμένα βοηθά στην πρόληψη της διάρροιας όταν χορηγείται στα παιδιά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Το πρωτόγαλα βοοειδών έχει χρησιμοποιηθεί επίσης στη θεραπεία ασθενειών, καθώς και στην πρόληψη με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NS AIDS), που προκαλούνται από τις προσβολές του εντέρου.

Οι άνθρωποι έχουν χρησιμοποιήσει το πρωτόγαλα βοοειδών σε διάφορες διαταραχές των αρθρώσεων όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, στη θεραπεία της οποίας έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο.

Επίσης, λειτουργεί ως ενισχυτικό του ανοσοποιητικού, και ως εκ τούτου, η χρησιμότητα και η δράση του είναι σημαντικές τόσο στις αυτοάνοσες όσο και τις αλλεργικές διαταραχές.

Ένα άλλο όφελος του colostrum είναι η συμβολή του στη θεραπεία των λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, της ιγμορίτιδας και της πνευμονίας. Λόγω των αντιβακτηριακών και αντιικών δραστηριοτήτων του, το πρωτόγαλα βοοειδών ως προϊόν έχει μια μεγάλη δυνατότητα να θεραπεύει διάφορες λοιμώξεις στο ανθρώπινο σώμα με φυσικό τρόπο. Επιπρόσθετα, εξαιτίας των σημαντικών αντιοξειδωτικών δράσεών του, έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορες παθήσεις γήρανσης και πριν αλλά και μετά από χειρουργικές επεμβάσεις με θετικά αποτελέσματα.

Vitamin C με φλαβονοειδή (μέχρι 3gr)

Η βιταμίνη C είναι ένα βασικό μικροθρεπτικό συστατικό για τον άνθρωπο, με πλειοτροπικές λειτουργίες που σχετίζονται με την ικανότητά της να παράγει ηλεκτρόνια. Είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό και ένας συμπαράγοντας βιοσυνθετικών και γονιδιακών ρυθμιστικών ενζύμων. Η εν λόγω βιταμίνη συμβάλλει στην ανοσολογική άμυνα υποστηρίζοντας διάφορες κυτταρικές λειτουργίες τόσο του έμφυτου όσο και του προσαρμοστικού ανοσοποιητικού συστήματος.

Η βιταμίνη C υποστηρίζει τη λειτουργία του επιθηλιακού φραγμού έναντι των παθογόνων και προάγει τη δραστικότητα δέσμευσης οξειδωτικού του δέρματος, προστατεύοντας έτσι ενάντια στο περιβαλλοντικό οξειδωτικό στρες. Η βιταμίνη C συσσωρεύεται στα φαγοκυτταρικά κύτταρα, όπως είναι τα ουδετερόφιλα, και μπορεί να ενισχύσει τη χημειοταξία, τη φαγοκυττάρωση, την παραγωγή δραστικών ειδών οξυγόνου και ως εκ τούτου τη μικροβιακή θανάτωση. Είναι επίσης απαραίτητη για την απόπτωση και την κάθαρση των εξαντλημένων ουδετερόφιλων από τις θέσεις μόλυνσης από τα μακροφάγα κύτταρα, μειώνοντας έτσι την νέκρωση και την πιθανή βλάβη των ιστών.

Ο ρόλος της βιταμίνης C στα λεμφοκύτταρα μπορεί ακόμη να μην είναι τόσο σαφής, αλλά έχει αποδειχθεί ότι ενισχύει τη διαφοροποίηση και τον πολλαπλασιασμό των Β- και Τ-κυττάρων, πιθανώς λόγω των επιδράσεων ρύθμισης των γονιδίων της.

Η ανεπάρκεια της βιταμίνης C έχει ως αποτέλεσμα την εξασθένιση της ανοσίας και την υψηλότερη ευαισθησία στις λοιμώξεις. Με τη σειρά τους, οι λοιμώξεις επηρεάζουν σημαντικά τα επίπεδα της βιταμίνης C λόγω της αυξημένης φλεγμονής και των μεταβολικών απαιτήσεων.

Επιπλέον, η ενδυνάμωση του οργανισμού με τη βιταμίνη C φαίνεται να είναι ικανή να προλαμβάνει και να θεραπεύει αναπνευστικές και συστηματικές λοιμώξεις. Η αποτελεσματική πρόληψη της μόλυνσης απαιτεί πρόσληψη διατροφικής βιταμίνης C που παρέχει τουλάχιστον επαρκή ποσότητα στο πλάσμα του αίματος (δηλ. 100-200 mg / ημέρα), τα οποία βελτιστοποιούν τα επίπεδα των κυττάρων και των ιστών. Αντίθετα, η θεραπεία των καθιερωμένων λοιμώξεων απαιτεί σημαντικά υψηλότερες δόσεις (γραμμάρια) της βιταμίνης για να αντισταθμιστεί η αυξημένη φλεγμονώδης ανταπόκριση.

Υδροξυχλωροκίνη

Το Remdesivir και η υδροξυχλωροκίνη αναστέλλουν αποτελεσματικά τον πρόσφατα αναδυόμενο νέο κορωναϊό (2019-nCoV) in vitro:

Συγκεκριμένη κλινική έρευνα διαπίστωσε ότι η υψηλή συγκέντρωση κυτοκινών ανιχνεύτηκε στο πλάσμα αίματος ασθενών με την κρίσιμη νόσο που μολύνθηκαν με SARS-CoV-2, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ευαισθησία των κυτοκινών συσχετίστηκε με τη σοβαρότητα της νόσου.

Εκτός από την άμεση αντι-ιική δράση της, η υδροξυχλωροκίνη (HCQ) είναι ένας ασφαλής και επιτυχημένος αντιφλεγμονώδης παράγοντας που έχει χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα σε αυτοάνοσες ασθένειες και μπορεί να μειώσει σημαντικά την παραγωγή κυτοκινών και, ιδιαίτερα, προ-φλεγμονωδών παραγόντων. Επομένως, σε ασθενείς με COVID-19, η HCQ μπορεί να συμβάλει στην εξασθένηση της φλεγμονώδους αντίδρασης.

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της έρευνας μας δείχνουν ότι η HCQ μπορεί να αναστείλει αποτελεσματικά τη μόλυνση με SARS-CoV-2 in vitro. Σε συνδυασμό με την αντιφλεγμονώδη λειτουργία του, προβλέπουμε ότι το φάρμακο έχει σημαντικές δυνατότητες καταπολέμησης της νόσου.

Μηχανισμός δράσης

Η υδροξυχλωροκίνη αυξάνει το λυσοσωμικό pH σε κύτταρα που παρουσιάζουν αντιγόνο. Σε φλεγμονώδεις καταστάσεις, παρεμποδίζει τους υποδοχείς σε πλασμοκυτταρικά δενδριτικά κύτταρα (PDCs). Ο υποδοχέας τύπου 9 (TLR 9), ο οποίος αναγνωρίζει ανοσοσύμπλοκα που περιέχουν ϋΝΑ, οδηγεί στην παραγωγή ιντερφερόνης η οποία προκαλεί τα δενδριτικά κύτταρα να ωριμάσουν και να παρουσιάσουν αντιγόνο στα Τ – κύτταρα. Η υδροξυχλωροκίνη επίσης μειώνοντας την σηματοδότηση TLR, μειώνοντας την ενεργοποίηση των δενδριτικών κυττάρων και της φλεγμονώδους διαδικασίας.

Το 2003 περιγράφηκε ένας νέος μηχανισμός στον οποίο η υδροξυχλωροκίνη αναστέλλει τη διέγερση των υποδοχέων τύπου Toll (TLR). Τα TLRs είναι κυτταρικοί υποδοχείς που επάγουν φλεγμονώδεις αποκρίσεις μέσω της ενεργοποίησης του έμφυτου ανοσοποιητικού συστήματος.

Όπως και με άλλα φάρμακα ανθελονοσιακής κινολίνης, ο ανθελονοσιακός μηχανισμός δράσης της κινίνης δεν έχει επιλυθεί πλήρως. Το πιο αποδεκτό μοντέλο βασίζεται στην υδροχλωροκινίνη και περιλαμβάνει την αναστολή της βιοσυσσωμάτωσης της αιμοζίνης, η οποία διευκολύνει τη συσσωμάτωση της κυτταροτοξικής αιμάτωσης. Η ελεύθερη κυτταροτοξική αιμάτωση συσσωρεύεται στα παράσιτα, προκαλώντας τον κυτταρικό τους θάνατο.

Κολχικίνη

Η θεραπευτική σημασία της κολχικίνης είναι γνωστή στην ιατρική τέχνη όπου ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης την αξιοποιεί κατά των γαστρικών καρκίνων (οι δεύτεροι σε συχνότητα εμφάνισης στην εποχή του, μετά τον καρκίνο του μαστού) και της ουρικής αρθρίτιδας. Το αξιοσημείωτο απορρέει από το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί τους όρους «φμα», «λκος», «οδημα», που χαρακτηρίζουν διαφόρων μορφών νεοπλασίες, αλλά αντίθετα εισάγει έναν νέο όρο στην ιατρική ορολογία, τον όρο «καρκνος».

Εξετάστηκε η επίδραση 44 παραγώγων κολχικίνης στην επαγωγή απόκρισης αντισώματος σε καλλιέργειες ιστών. Τα λεμφικά κύτταρα από τον σπλήνα ποντικών BALB / c καλλιεργήθηκαν με αντιγόνο (ερυθρά αιμοσφαίρια προβάτου) και ο αριθμός των κυττάρων σχηματισμού αντισώματος προσδιορίστηκε με την τεχνική της πλάκας. Οι περισσότερες ενώσεις με το ανοσο-παρεμποδιστικό αποτέλεσμα προέρχονται από τον τύπο κολχικίνης.

Η αποτελεσματικότητα αυξήθηκε με την εισαγωγή ομάδων αιθυλίου, φορμυλίου ή μεθυλενοξειδίου. Οι κολχινόλες ασκούσαν πολύ καλή ανοσο-παρεμποδιστική επίδραση που προέκυψε από τη συστολή του δακτυλίου C της τρορολόνης. Μία πλήρης απώλεια της αποτελεσματικότητος ανιχνεύθηκε στην περίπτωση γλυκοσιδίου κολχικίνης, ισοχολχικίνης, οξυκολχικίνης, αλογονοχικίνης και σε παραγώγους lumi της κολχικίνης. Δεν ανιχνεύτηκαν συσχετίσεις μεταξύ της ανοσοανασταλτικής επίδρασης, της τοξικότητας και της σταθηκοκινητικής επίδρασης: δεν παρατηρήθηκε μείωση της βιωσιμότητας των κυττάρων και διακοπή των μιτωσών σε καλλιεργημένα λεμφοκύτταρα εντός του εύρους της ανοσοανασταλτικής επίδρασης.

Η δράση των παραγώγων κολχικίνης εκδηλώθηκε με την αναστολή της βλαστογένεσης των λεμφοκυττάρων, η οποία είναι πιθανώς το αποτέλεσμα αποκλεισμού της μεμβρανικής μεταφοράς.

Ν-Acetyl L-Cysteine

Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι το οξειδωτικό στρες είναι σημαντικό στην παθογένεση της πνευμονικής βλάβης κατά τη διάρκεια μολύνσεων από τον ιό γρίπης. Επομένως τα αντιοξειδωτικά μόρια είναι δυνητικά χρήσιμα κατά του μολυσματικού ιού. Οι προηγούμενες μελέτες μας δείχνουν ότι η Ν-ακετυλοκυστεΐνη (NAC) έχει προστατευτικό αποτέλεσμα σε ένα μοντέλο της θανατηφόρας γρίπης σε ποντίκια. Η χορήγηση της NAC μείωσε σημαντικά τη θνησιμότητα στο μολυσμένα ποντίκια. Περαιτέρω μελέτες έχουν δείξει ότι η NAC ενίσχυσε την επιβίωση σε συνδυασμό με τον αντιιικό παράγοντα της ριμπαβιρίνης.

Στην παρούσα μελέτη, αναφέρουμε την επίδραση της συνδυασμένης θεραπείας με NAC και Oseltamivir, που χρησιμοποιούνται κλινικά στη θεραπεία και την πρόληψη της λοίμωξης από τον ιό της γρίπης σε ποντικούς. Το NAC χορηγήθηκε ως μία ημερήσια δόση 1000 mg/kg ξεκινώντας από 4 ώρες πριν από τη μόλυνση έως και μέχρι την 4η ημέρα μετά τη μόλυνση.

Το Oseltamivir χορηγήθηκε δύο φορές την ημέρα σε δόση 1 mg / kggldie για 5 ημέρες, ξεκινώντας από 4 ώρες πριν από τη μόλυνση. Η τελική αξιολόγηση ήταν η επιβίωση έως 21 ημέρες. Μόνο η NAC ήταν ελαφρώς αποτελεσματική, σε ένα ποσοστό των 20%, δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκε μια μη βέλτιστη θεραπεία. Η επιβίωση αυξήθηκε στο 60% με το Oseltamivir και στο 100% με τον συνδυασμό του Oseltamivir με το NAC.

Δεδομένου ότι μόνη της η NAC δεν δείχνει οποιαδήποτε αντιιική δράση, τα παρόντα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η αντιοξειδωτική της θεραπεία βοηθά στην βελτίωση και την διατήρηση των μηχανισμών άμυνας του ξενιστή και / ή με άμεσο αντιοξειδωτικό αποτέλεσμα έναντι του οξειδωτικού στρες που σχετίζεται με ιογενή λοίμωξη.

Οι μελέτες μας καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα των παραγόντων που ενεργούν μέσω διαφόρων μηχανισμών, όπως τα αντιιικά φάρμακα Oseltamivir και το αντιοξειδωτικό NAC, υποδεικνύοντας ένα πιθανό πλεονέκτημα του συνδυασμού των δύο θεραπειών.

VITAMIN D

Η βιταμίνη D δρα ως ανοσοδιαμορφωτής που στοχεύει σε διάφορα ανοσοποιητικά κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των μονοκυττάρων, των μακροφάγων, των δενδριτικών κυττάρων(DCs), καθώς και των Τ-λεμφοκυττάρων και Β-λεμφοκυττάρων, και ως εκ τούτου τροποποιεί τόσο τις έμφυτες όσο και τις προσαρμοστικές ανοσοαποκρίσεις. Εκτός αυτού, τα ανοσιακά κύτταρα εκφράζουν τα ενεργοποιημένα με τη βιταμίνη D ένζυμα, επιτρέποντας την τοπική μετατροπή των ανενεργών βιταμίνης D σε 1,25 (OH) D3 εντός του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η συνδυαστική αυτή πρόσληψη των στοιχείων αυτών υποδηλώνει ότι το 1,25 (OH) D3 παίζει σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της ανοσοποιητικής ομοιόστασης. Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες έχουν συνδέσει τα ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D με υψηλή ευαισθησία των ανοσοδιαμεσολαβούμενων διαταραχών, συμπεριλαμβανομένων των χρόνιων λοιμώξεων και των αυτοάνοσων ασθενειών. Τα σύνθετα ανοσο-ρυθμιστικά αποτελέσματα της 1,25 (ΟΗ) D3 σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος καθώς και το ρόλο του σε λοιμώδη και αυτοάνοσα ειδικότερα σε φυματίωση και τον διαβήτη τύπου 1 αναλύθηκαν στην αναφερώμενη έρευνα.

OMEGA – 3 (EPA – DHA 2:1)

Το ξέσπασμα της νέας λοίμωξης από τον κοροναϊό (COVID-19 ή 2019-CoV) προκαλεί σημαντικές απειλές για την διεθνή υγεία. Με την απουσία της θεραπείας για την αντιμετώπιση αυτού του ιού, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να βρεθούν εναλλακτικές μέθοδοι για τον έλεγχο της εξάπλωσης της νόσου. Στην παρούσα έρευνα έχουμε πραγματοποιήσει μια αναζήτηση για επιλεγμένες θεραπείες που σχετίζονται με λοιμώξεις από κοροναϊό καθώς και από μόλυνση με ιό RNA και διαπιστώσαμε ότι τόσο οι γενικές θεραπείες όσο και οι ειδικές θεραπείες για τον κοροναϊό, όπως και οι αντιιικές θεραπείες, θα πρέπει να είναι χρήσιμες για την καταπολέμηση του COVID-19. Επιπλέον, θα πρέπει να χορηγηθεί πλάσμα αναρρόφησης στους ασθενείς με COVID-19.

Εν κατακλείδι, προτείνουμε να υλοποιηθούν όλες οι πιθανές παρεμβάσεις για τον έλεγχο του αναδυόμενου COVID-19 εάν η μόλυνση είναι ανεξέλεγκτη.

Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου (PUFA) είναι σημαντικοί μεσολαβητές της φλεγμονής και των προσαρμοστικών ανοσοαποκρίσεων. Τα Ωμέγα-3 και τα ωμέγα-6 PUFA προάγουν κυρίως αντιφλεγμονώδεις και προ-φλεγμονώδεις επιδράσεις. Πρόδρομοι των resolvins / προστατονών και προσταγλανδινών / λευκοτριενίων αντίστοιχα έχουν μελετηθεί σε σχέση με τα επίπεδα των λιπιδίων στο πλάσμα ασθενών με AIDS και έχει βρεθεί μια επιλεκτική και ειδική έλλειψη των PUFA μακράς αλυσίδας του ωμέγα-3 που βρίσκονται σε υψηλές συγκεντρώσεις στα ιχθυέλαια. Επιπλέον, η προστατείνη D1, ο μεσολαβητής λιπιδίων που προέρχεται από ωμέγα-3 PUFA, θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά την αναπαραγωγή του ιού της γρίπης μέσω μηχανισμών εξαγωγής RNA.

Επιπλέον, η θεραπεία με προσταίνη D1 με το peramivir θα μπορούσε πλήρης διάσωσης ποντικών από τη θνησιμότητα της γρίπης.Οι οι Leu et aλ είχαν βρει ότι αρκετές PUFA είχαν επίσης σημαντικές δραστηριότητες κατά του ιού της ηπατίτιδας C (HCV). Ως εκ τούτου, τα Omega-3 συμπεριλαμβανομένης της προστανοκίνης D1, η οποία χρησίμευσε ως πιθανό αντιιικό πρόσθετο «φάρμακο», θα μπορούσε να εξεταστεί για μία από τις πιθανές επεμβάσεις του νέου αυτού ιού, COVID-19.

Favipiravir ή Avigan

Το Favilavir, το οποίο έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα αποτελεσματικό αντιικό φάρμακο για την καταπολέμηση μολύνσεων από RNA με αναστολή της εξαρτώμενης από RNA πολυμεράσης RNA ή RdRp, χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της γρίπης στην Ιαπωνία και την Κίνα. Σύμφωνα με τις ιατρικές αρχές της Κίνας, το Favipiravir παρέδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε κλινικές δοκιμές 340 ασθενών με στεφανιαία νόσο σε Wuhan και Shenzhen.

Το Υπουργείο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Κίνας δήλωσε ότι το Favilavir έχει αποδειχθεί ότι εμποδίζει τη διάδοση του COVID-19 και την περαιτέρω επιδίνωση της υγείας των ασθενών σε κλινικές μελέτες. Σύμφωνα με αναφορές, οι ασθενείς στο Shenzhen στους οποίους χορηγήθηκε Favilavir εμφανίστηκαν αρνητικοί στον κοροναϊό μετά από διάμεσο διάστημα τεσσάρων ημερών μετά την εμφάνισή τους, σε σύγκριση με ένα μέσο όρο 11 ημερών για τους ασθενείς που δεν έλαβαν θεραπεία με το φάρμακο.

Επιπλέον, οι ακτίνες Χ εμφάνισαν βελτιώσεις στην κατάσταση των πνευμόνων στο 91% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε Favipiravir, σε σύγκριση με το 62% των ασθενών που δεν έλαβαν θεραπεία με το φάρμακο.

Το Φεβρουάριο του 2020, το fapiravir χρησιμοποιήθηκε στην Κίνα για την πειραματική θεραπεία της ασθένειας του κοροναϊού του 2019 . Στις 17 Μαρτίου, στο Wuhan και στο Shenzhen, το φάρμακο διαπιστώθηκε ότι ήταν αποτελεσματικό στη θεραπεία μολυσμένων ατόμων. Οι πρώτες αναφορές δείχνουν ότι το φάρμακο μπορεί να θεραπεύσει αποτελεσματικά την ασθένεια.

Ιβερμεκτίνη

Η ιβερμεκτίνη είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πολλών τύπων προσβολής από παράσιτα.

Οι επιστήμονες στην Αυστραλία έχουν βρει ότι ένα αντιπαρασιτικό φάρμακο διαθέσιμο στην αγορά “μπορεί να σκοτώσει” την αυξανόμενη κυτταροκαλλιέργεια του θανάσιμου κοροναϊού εντός 48 ωρών.

Ωστόσο, οι ερευνητές λένε ότι το φάρμακο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον άνθρωπο για το COVID-19 έως ότου οι περαιτέρω δοκιμές και οι κλινικές δοκιμές αποδείξουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά του.

“Οι επιστήμονες έδειξαν ότι μια εφάπαξ δόση του φαρμάκου, Ivermectin, θα μπορούσε να σταματήσει την ανάπτυξη του ιού SARS-CoV-2 [COVID-19] στην κυτταροκαλλιέργεια”, ανέφερε δήλωση του Πανεπιστημίου Monash στη Μελβούρνη, όπου βασίζεται η έρευνα.

Hydrastis Canadensis 10:1

Πρόσθετη έρευνα αποδεικνύει ότι το Goldenseal είναι επίσης ένα ισχυρό αντιικό φάρμακο.

Ερευνητές από το τμήμα Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας διαπίστωσαν ότι το χρυσό βότανο αναστέλλει την ανάπτυξη του ιού της γρίπης H1N1 σε ανθρώπινα κύτταρα.

Η έρευνα εξέτασε την ανάπτυξη του ιού της γρίπης τύπου Η1Ν1 σε μια ποικιλία κυτταρικών τύπων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων πνευμονικών κυττάρων. Διαπίστωσαν ότι η εφαρμογή ενός εκχυλίσματος αλκοόλης του goldenseal στα ανθρώπινα κύτταρα που έχουν μολυνθεί με ιό H1N1 σταμάτησε την ανάπτυξη του ιού. Το Goldenseal το πέτυχε αυτό, εμποδίζοντας την ικανότητα του ιού να μεταβάλλει και να μεταφέρει το DNA και άλλες πληροφορίες πρωτεϊνών – σταματώντας την ικανότητά του να αναπαράγει.

Το ενεργό συστατικό που πιστεύεται από τους ερευνητές ότι είναι κεντρικό σε αυτές τις επιδράσεις είναι το berberine, ένα αλκαλοειδές ισοκινολίνης στο Goldenseal. Το Goldenseal και το berberine έδειξαν σε άλλες έρευνες ότι είναι σημαντικά αντιβακτηριακές.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι η βερβερίνη ανέστειλε φλεγμονώδεις παράγοντες που σχετίζονται με τον ιό της γρίπης Α H1N1. Αυτά περιλαμβάνουν τον TNF-α και την PGE2, τα οποία διεγείρουν τη φλεγμονή που σχετίζεται με την ιογενή λοίμωξη προκαλώντας πυρετό και πόνο κατά του άλγους μεταξύ άλλων συμπτωμάτων. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι μηχανισμοί που εμπλέκονται στον αποκλεισμό αυτών των φλεγμονωδών παραγόντων ήταν ξεχωριστοί από την ικανότητα του Goldenseal να εμποδίζει την ανάπτυξη του ιού.

Αυτό καθιστά την Υδραστίδα ένα αποτελεσματικό πρόσθετο φάρμακο για την παράλληλη αντιμετώπιση της γρίπης σε περίπτωση που προσβληθεί το ίδιο άτομο από γρίπη αλλά και COVID-19.

Γεγονός άλλωστε το οποίο έχει ήδη συμβεί, δηλαδή το να προσβληθεί κάποιος από H1N1 και COVID-19.

Προσοχή στη χορήγησή της. Με οδηγίες ειδικού.

Αρτεμισία 5:1

H Αρτεμισία είναι ένα βότανο που είναι βραβευμένο για το χαρακτηριστικό άρωμά του, την ποώδη γεύση και τα οφέλη του για την υγεία.

Ενώ είναι εγγενές στην Ευρώπη, αναπτύσσεται εύκολα σε διάφορα κλίματα, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων της Ασίας, της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όλα τα μέρη του φυτού έχουν χρησιμοποιηθεί σε παραδοσιακές φαρμακευτικές πρακτικές για εκατοντάδες χρόνια.

Μελέτες στην Κίνα έδειξαν ότι το αλκοολικό εκχύλισμα (Artemisia annua) ήταν το δεύτερο πιο ισχυρό βοτανικό φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε για το SARS-CoV του 2005.

Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από τις έρευνες:

«Στην Κίνα, η παραδοσιακή φυτική ιατρική είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τη συμβατική ιατρική για τη θεραπεία του SARS. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το φυτικό φάρμακο είναι αποτελεσματικό (Lin et al., 2003; Xiao et al., 2003; Zhao et al.,2003; Zhong and Zeng, 2003). Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτής της θεραπεία δεν έχει γίνει σαφώς κατανοητός. Έχει ήδη αποδειχθεί ότι τα φυσικά φυτά περιέχουν αντιιικές δραστηριότητες σε άλλους κορονοϊούς (McCutcheon et al., 1995) με τον μηχανισμό της δράσης αυτών των φυτικών προϊόντων να είναι κυρίως μέσω αναστολής του του ιικού πολλαπλασιασμού.»

Προσοχή στη χορήγησή της. Με οδηγίες ειδικού.